- λεπιδωτός
- -ή, -ό (Α λεπιδωτός, -ή, -όν) [λεπιδούμαι]καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ.β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτάτάξη ερπετών τών οποίων το σώμα είναι καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίωναρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ λεπιδωτόςα) είδος μεγάλου ιχθύος τού Νείλου που έχει μεγάλα λέπιαβ) ο ιχθύς κυπρίνοςγ) είδος πολύτιμου λίθου.
Dictionary of Greek. 2013.