λεπιδωτός

λεπιδωτός
-ή, -ό (Α λεπιδωτός, -ή, -όν) [λεπιδούμαι]
καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ.
β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά
τάξη ερπετών τών οποίων το σώμα είναι καλυμμένο με λέπια, στην οποία ανήκουν οι δύο μεγάλες υποτάξεις τών σαυρομόρφων και τών οφιδίων
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λεπιδωτός
α) είδος μεγάλου ιχθύος τού Νείλου που έχει μεγάλα λέπια
β) ο ιχθύς κυπρίνος
γ) είδος πολύτιμου λίθου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεπιδωτός — scaly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτός — ή, ό αυτός που καλύπτεται από λέπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπιδωτά — λεπιδωτός scaly neut nom/voc/acc pl λεπιδωτά̱ , λεπιδωτός scaly fem nom/voc/acc dual λεπιδωτά̱ , λεπιδωτός scaly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτῶν — λεπιδωτός scaly fem gen pl λεπιδωτός scaly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτόν — λεπιδωτός scaly masc acc sg λεπιδωτός scaly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωταί — λεπιδωτός scaly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτοῖς — λεπιδωτός scaly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτοί — λεπιδωτός scaly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτοῦ — λεπιδωτός scaly masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπιδωτούς — λεπιδωτός scaly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”